Ένα πρόβλημα των υπογείων (υ/γ) συστημάτων καλωδίων είναι η επαγωγική σύζευξη που αναπτύσσεται μεταξύ των ρευματοφόρων αγωγών και γειτονικών μεταλλικών αγωγών. Τυχόν επαγόμενες υπερτάσεις μπορεί να προκαλέσουν ηλεκτροπληξία και ζημιές στον εξοπλισμό που συνδέεται με τα καλώδια ή σε μεταλλικούς αγωγούς που μπορεί να οδεύουν παράλληλα (π.χ. φυσικού αερίου).
Τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα τάσης για τους μανδύες των καλωδίων και τους μεταλλικούς αγωγούς διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Στις ΗΠΑ και τον Καναδά, η μέγιστη επιτρεπόμενη τάση μανδύα είναι 65-90 V και 100 V, αντίστοιχα [4-5], ενώ τα Βρετανικά πρότυπα επιτρέπουν τάσεις έως 65 V σε οποιοδήποτε σημείο του καλωδίου και 20 V στα άκρα του. Σύμφωνα με το πρότυπο IEEE Std. 80-2000, η μέγιστη τάση μανδύα στα άκρα του καλωδίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 50 V [6]. Για τους μεταλλικούς αγωγούς, η μέγιστη επιτρεπόμενη τάση κατά την κανονική λειτουργία είναι της τάξεως των 50 V ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν αυστηρότερα όρια, π.χ. 10 V. Κατά τη διάρκεια σφαλμάτων, τα όρια αυξάνονται στα 300 ή και 1500 V [7].
Στην εργασία αυτή γίνεται μια αξιολόγηση των διαφόρων μεθόδων και μοντέλων για τον υπολογισμό των επαγόμενων τάσεων στην κανονική λειτουργία, σε σφάλματα και σε μεταβατικές καταστάσεις.
Για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο γίνετε συνδρομητές και ζητήστε μας κωδικό πρόσβασης.